- νεαροποιεῖ
- νεαροποιέωmake newpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)νεαροποιέωmake newpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεαροποιώ — (Α νεαροποιῶ, έω) νεοελλ. εκτελώ νεαροποίηση αρχ. 1. (το ενεργ. και το μέσ.) καθιστώ κάτι νέο, ανανεώνω, ανακαινίζω («τοὺς ἐπιπολῆς πλησιάζων ὁ ἀὴρ νεαροποιεῑ», Πλούτ.) 2. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ποιῶ*] … Dictionary of Greek